- κρεανόμων
- κρεᾱνόμων , κρεανόμοςone who distributes the flesh of victimsmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρεανομῶν — κρεᾱνομῶν , κρεανομέω divide the flesh pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεανομώ — κρεανομῶ και κρεωνομῶ, έω (Α) [κρεανόμος] 1. διανέμω κρέας, μοιράζω κομμάτια κρέατος, ιδίως από τα θύματα τής θυσίας 2. κόβω σε κομμάτια, διαχωρίζω, διαμοιράζω («κρεανομῶν τὰ σώματα», Διόδ.) 3. μέσ. κρεανομοῡμαι, έομαι μοιράζομαι κάτι με άλλους… … Dictionary of Greek